καταχτώ

καταχτώ
καταχτώ και καταχτάω κατάχτησα, καταχτήθηκα, καταχτημένος
1. κυριεύω: Κατάχτησε όλη την Ευρώπη.
2. έχω ερωτικές επιτυχίες: Με την επιμονή του την κατάχτησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”